- προσπίπτειν
- προσπί̱πτειν , προσπίτνωfall uponpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
припадати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. προσπίπτειν) нагибаться, приклоняться. Припаде… … Словарь церковнославянского языка
покладати — ПОКЛАДА|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Класть: и покладахѹ волѹ брашна въ ˫аслехъ многа (παρατιϑέασι) ГА XIV1, 41в; прогонѧть нѣкыми писмены лживыми. проклѧтыхъ бѣсовъ ѥлиньскыхъ. пишюще на ˫аблоцѣхъ и покладають на ст҃ѣи трѧпезѣ в годъ ст҃ы˫а литѹрги˫а.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκυλακώδης — ῶδες, Α [σκύλαξ, ακος] 1. όμοιος με σκυλάκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυλακῶδες ήθος, τρόπος που χαρακτηρίζει τους μικρούς σκύλους («καὶ τὸ σκυλακῶδες πᾱσιν προσπίπτειν», Ξεν.) … Dictionary of Greek